- μικροπρεπεία
- μῑκροπρεπείᾱ , μικροπρέπειαmeannessfem nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μικροπρέπεια — η (Α μικροπρέπεια και μτγν. τ. σμικροπρέπεια) [μικροπρεπής] 1. ο χαρακτήρας τού μικροπρεπούς, το να κάνει κανείς πράγματα που ταιριάζουν σε ασήμαντους ή ποταπούς ανθρώπους, αναξιοπρέπεια, ευτέλεια χαρακτήρα 2. χυδαιότητα, προστυχιά αρχ. 1. το… … Dictionary of Greek
μικροπρέπεια — η η συμπεριφορά αναξιοπρεπών ανθρώπων: Μου έκλεισε το τηλέφωνο από μικροπρέπεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μικροπρεπείᾳ — μῑκροπρεπείᾱͅ , μικροπρέπεια meanness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροπρέπεια — μῑκροπρέπεια , μικροπρέπεια meanness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροπρεπείας — μῑκροπρεπείᾱς , μικροπρέπεια meanness fem acc pl μῑκροπρεπείᾱς , μικροπρέπεια meanness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναξιοπρέπεια — η έλλειψη αξιοπρέπειας, μικροπρέπεια, μικρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναξιοπρεπής. Η λ. μαρτυρείται από τον κληρικό και συγγραφέα Νεόφυτο Δούκα (1760 1845)] … Dictionary of Greek
ανελευθερία — η (AM ἀνελευθερία) έλλειψη ελευθερίας·|| αρχ. 1. έλλειψη ελεύθερου φρονήματος, μικροπρέπεια, δουλοπρέπεια 2. φιλαργυρία, τσιγγουνιά … Dictionary of Greek
γυφτιά — η 1. ρυπαρότητα, ακαταστασία 2. μικροπρέπεια, τσιγγουνιά 3. συμπεριφορά που ταιριάζει σε γύφτο … Dictionary of Greek
ευτέλεια — η (ΑΜ εὐτέλεια, Α και ιων. τ. εὐτελίη) [ευτελής] 1. το να είναι κάτι φθηνό, η φθήνια, η χαμηλή τιμή 2. χυδαιότητα, προστυχιά, ποταπότητα, μικροπρέπεια, μικρότητα («ευτέλεια συμπεριφοράς, χαρακτήρα» κ.λπ.) μσν. 1. περιφρόνηση, καταφρόνηση 2. (με… … Dictionary of Greek
κατασμικρολογώ — κατασμικρολογῶ, έω (Α) μιλώ περιφρονητικά για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σμικρο λογῶ «συμπεριφέρομαι με μικροπρέπεια, με κακία»] … Dictionary of Greek